σφαγιτιδικός

σφαγιτιδικός
-ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σφαγίτιδα φλέβα (α. «σφαγιτιδικός βόθρος» β. «σφαγιτιδικό γάγγλιο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαγίτιδα. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Λουκά Παπαϊωάννου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”